- τύρινος
- τύρινος [pron. full] [ῠ], η, ον,A of Tyrian purple, [χρῶμα] POxy.1739.4 (ii/iii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τύρινος — ίνη, ον, Α πορφυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τύρος, πόλη τής Φοινίκης όπου παρασκευαζόταν η πορφύρα] … Dictionary of Greek